2 λεπτά ανάγνωσης

Ο όρος “αυτοεκτίμηση” στην ψυχολογία, χρησιμοποιείται για να περιγράψει την υποκειμενική εικόνα ενός ατόμου για την προσωπική του αξία. Πιο απλά, κατά πόσο ένας άνθρωπος εκτιμά ή είναι ικανοποιημένος με τον εαυτό του, πιστεύει ότι αξίζει και ανάλογα με την κρίση του διαμορφώνει θετικές ή αρνητικές αξιολογήσεις του εαυτού του.

Για τον λόγο ότι η αυτοεκτίμησή μας βασίζεται στην δική μας υποκειμενικότητα, κάποιες φορές δεν συμβαδίζει με την αντικειμενικότητα. Έτσι ορισμένες φορές τείνουμε να υποτιμούμε τις ικανότητές μας και τον εαυτό μας, ενώ άλλες φορές να υπερεκτιμάμε τις δυνατοτητες μας.

Ο τρόπος που αξιολογούμε τον εαυτο μας, ξεκινά από μικρή ηλικία. Σύμφωνα με έρευνα, η αυτοεκτιμηση τείνει να αυξάνεται κατά την εφηβεία έως τη μέση ενήλικη ζωή, να κορυφώνεται περίπου στην ηλικία των 50-60 και να μειώνεται στα γηρατειά. Έχουν γίνει μελέτες σχετικές με την πορεία της αυτοεκτίμησης, σε κρίσιμες αναπτυξιακές περιόδους, όπως η εφηβεία και τα γηρατειά.

Οι άνθρωποι με χαμηλή αυτοεκτίμηση, αδυνατούν να δουν τα θετικά τους στοιχεία και τις ικανότητές τους, και έτσι πιστεύουν ότι δεν αξίζουν. Επομένως, δεν προσπαθούν ούτε διεκδικούν κάτι καλύτερο, συμβιβάζονται με λιγότερα. Έτσι, δημιουργείται ένας κύκλος όπου το άτομο με χαμηλή αυτοεκτίμηση πιστεύει ότι αξίζει λίγα, δεν προσπαθεί και στο τέλος επιβεβαιώνει στον εαυτό του ότι δεν αξίζει κάτι καλύτερο, ούτε μπορεί να το καταφέρει.

Η έλλειψη αυτογνωσίας, είναι ένας λόγος χαμηλής αυτοεκτίμησης. Αυτό σημαίνει ότι, αν αρχίσουμε να πρατηρούμε τον εαυτό μας, μπορούμε να μάθουμε ποιοι είμαστε και ποιοι μπορούμε να γίνουμε. Η διαδικασία αυτή είναι συνεχόμενη, δεν παύει να σταματάει ποτέ, μοιάζει περισσότερο με εξάσκηση. Είναι σημαντικό να μην αμελούμε τα μειονεκτήματά μας, αλλά και να μην μένουμε μόνο στα θετικά μας στοιχεια. Τα μειονεκτήματα και τα πλεονεκτήματα που έχει ένας άνθρωπος, συνθέτουν αυτό που είναι ως όλον.

Το πώς αισθανόμαστε για τον εαυτό μας, επηρεάζει τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τη συμπεριφορά, τις σχέσεις με τους άλλους και τον εαυτό μας. Οι διαφορές ανάμεσα στην υψηλή και χαμηλή αυτοεκτίμηση, είναι πως στην δεύτερη περίπτωση, το άτομο κρίνει έντονα τον εαυτό του, λαμβάνει περισσότερο υπόψη την γνώμη των άλλων, αποφεύγει την ανάληψη ευθυνών και πρωτοβουλιών΄ψν και δεν διεκδικεί. Η υψηλή αυτοεκτίμηση, συνεπάγει την αποδοχή κα την αναγνώριση των αποτυχιών, και στοχεύει προς την αυτοβελτίωση.

Η ψυχοθεραπεία δίνει την ευκαιρία να εντοπίσει κανείς την πηγή της χαμηλής του αυτοεκτίμησης, να οδηγηθεί προς την αποδοχή του εαυτού του, να θέσει νέους στόχους και να αναθεωρήσει την αξία του. Έχουμε το δικαίωμα να ζούμε μία ζωή που μας αξιζει, και αν αυτό δεν συμβαίνει είναι στο χέρι μας να το αλλάξουμε.

Βιβλιογραφία

  • Brown, J. D. (2014). Self-esteem and self-evaluation: Feeling is believing. Psychological perspectives on the self, 4(8), 27-58.
  • Orth, U., & Robins, R. (2014). The Development of Self-Esteem. Current Directions In Psychological Science, 23(5), 381-387. Doi: 10.1177/0963721414547414
  • Rosenberg, M., & Owens, T. J. (2001). Low self-esteem people: A collective portrait.